φραγκοκοτήσιος

φραγκοκοτήσιος
-α, -ο, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φραγκόκοτα ή προέρχεται από φραγκόκοτα (α. «φραγκοκοτήσιο αβγό» β. «φραγκοκοτήσιο φτερό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκόκοτα + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. μοσχαρ-ήσιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”